- ἀγκυλιδωτός
- ἀγκυλ-ιδωτός, όν,A having a loop for a handle (ἀγκύλη II), Hp. ap. Gal.19.69.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αγκυλιδωτάς — ἀγκυλιδωτός, όν (Α) [ἀγκύλη] αυτός που έχει αγκύλη, θηλιά για λαβή … Dictionary of Greek